Παρουσίαση του δημοσιογράφου Ξένιου Μεσαρίτη για τη συμβολή της cdbbank στην εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας και στο "οικονομικό θαύμα" μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Η παρουσίαση έχει δημοσιευθεί στο επετειακό αφιέρωμα του οικονομικού περιοδικού Economy Today, για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή, το οποίο παρουσιάζει η cdbbank.
Η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως (Cyprus Development Bank) είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας τόσο στα αρχικά της στάδια, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και στην δύσκολη περίοδο που ακολούθησε την τουρκική εισβολή του 1974. Ο ρόλος της CDB ήταν καθοριστικός στο επονομαζόμενο «οικονομικό θαύμα» και στην ανάκαμψη από τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφερε η τουρκική κατοχή του 70% των συντελεστών παραγωγής της οικονομίας του τόπου, αφού η Τράπεζα υπήρξε ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της επαναδραστηριοποίησης των εκτοπισμένων ατόμων και επιχειρήσεων.
Οι συστάσεις των εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ «γεννούν» την CDB
Στα πρώτα βήματα της νεοϊδρυθείσας Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, η κυβέρνηση κάλεσε μια ομάδα τεχνοκρατών του ΟΗΕ για να μελετήσει τις οικονομικές συνθήκες στο νησί και ακολούθως να εκδώσει μια σχετική έκθεση. Σκοπός της έκθεσης ήταν να τεθούν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη δημιουργία γερών θεμελίων και θεσμικών αλλαγών, ώστε η κυπριακή οικονομία να θέσει σε πραγματική ανάπτυξη τούς παραγωγικούς της τομείς και να θωρακιστεί απέναντι σε εξωγενή σοκ.
Η διάγνωση ήταν τότε ότι «οι τράπεζες στην Κύπρο ήταν απρόθυμες να εισέλθουν στον τομέα της Βιομηχανικής Χρηματοδότησης, ώστε να ευνοηθεί το εμπόριο και είχαν κυρίως δανειοδοτικές πολιτικές κυρίως προς τα ακίνητα και όχι τη Βιομηχανία». Οι εμπειρογνώμονες τόνιζαν επίσης ότι «ο δανειοδοτικός ορίζοντας ήταν κυρίως βραχυπρόθεσμος ενώ ήταν προφανής η απουσία ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου χρηματοδότησης εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων». Συνεπώς, η ομάδα των τεχνοκρατών εισηγήθηκε την ίδρυση μιας αναπτυξιακής τράπεζας, με κυβερνητική συμμετοχή και στήριξη, ιδιωτικού ωστόσο χαρακτήρα, η οποία θα ήταν υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δανείων με συγκριτικά χαμηλά επιτόκια σε επιχειρήσεις οι οποίες κυρίως θα αξιολογούνταν ότι έχουν προοπτικές κερδοφορίας και βιωσιμότητας. Κατά δεύτερον θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κατ’ ιδίαν κεφαλαιοποίηση. Ο χρηματοπιστωτικός αυτός Οργανισμός αναμενόταν, επιπλέον, να παρέχει τεχνικές, διαχειριστικές και διοικητικές συμβουλές στους πελάτες του.
Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας υιοθέτησε τη συμβουλή των τεχνοκρατών, και ανακοινώθηκε δημόσια η ίδρυση της «Κυπριακής Αναπτυξιακής Εταιρείας» (Cyprus Development Corporation) και μετέπειτα Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως (Cyprus Development Bank) κατά την ομιλία του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1961. Η CDB ιδρύθηκε επίσημα, 2 χρόνια αργότερα, το 1963 με τη συμβολή των Αμερικανών και ειδικότερα της USAID. «Η Ομάδα Διαχείρισης παραχωρήθηκε από την Aid Mission των Ηνωμένων Πολιτειών κατόπιν σύμβασης μεταξύ των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία η κυβέρνηση των Η.Π.Α. ανέλαβε να παράσχει τεχνική βοήθεια στην εταιρεία και εκπαίδευση του προσωπικού στην Κύπρο», καταγράφεται στα ιδρυτικά πρακτικά. Την ίδια χρονιά βάσει των ίδιων εισηγήσεων δημιουργήθηκαν σημαντικά κρατικά και θεσμικά ιδρύματα όπως το Γραφείο Προγραμματισμού, η Κεντρική Τράπεζα και το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών.
Σύμφωνα με τα αρχεία του Εφόρου Φορολογίας η CDB ενεγράφη την 1η του Ιούνη και απέκτησε την άδεια για την έναρξη των εμπορικών της δραστηριοτήτων την 8η Ιουνίου του 1963. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η εταιρεία εξέδωσε 400.000 μετοχές Α κατηγορίας αξίας £1, την ίδια ώρα που η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη της προσφοράς αφού παραλήφθηκαν 956 αιτήσεις για 800.000 μετοχές. Ενδεικτική ήταν η τοποθέτηση του προέδρου του Δ.Σ. της τράπεζας, Γεώργιου Φυλακτή, ο οποίος κατά την πρώτη ετήσια γενική συνέλευση ανέφερε ότι «η επιτυχία της πρώτης έκδοσης των μετοχών της εταιρείας αποτελεί ένδειξη της εμπιστοσύνης του κοινού στην τράπεζα και της ετοιμότητάς της να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας στο νησί».
Τους πρώτους 6 μήνες λειτουργίας της, μέχρι τα τέλη του 1963, η ζήτηση για δάνεια ήταν «συντριπτική», σύμφωνα με τον πρόεδρο του Δ.Σ.. Είχαν γίνει 121 αιτήσεις για δάνεια, κάτι που αντιστοιχούσε σε 2,5 εκατομμύρια λίρες, και που φανέρωνε τεράστιες προοπτικές τόσο για τη νεοσυσταθείσα τράπεζα όσο και για την κυπριακή οικονομία. Ενδεικτική για τον προσανατολισμό τής «νεαρής» οικονομίας είναι και η σύσταση του πρώτου δανειακού χαρτοφυλακίου της CDB το οποίο είχε αποκλειστικά 3 τομείς: τη Βιομηχανία, τον Τουρισμό και τον Πρωτογενή τομέα.
Η Τουρκανταρσία ανατρέπει το σκηνικό
Τους θετικούς οιωνούς που είχαν δημιουργηθεί κατά τα τρία πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας και το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας της CDB ανέτρεψαν οι πολιτικές ταραχές. Η ισχυρή ανοδική τάση της οικονομικής δραστηριότητας που είχε παρατηρηθεί κατά την τριετία 1961-1963 (με ετήσιο μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 7,3%), διακόπηκε από το ξέσπασμα της Τουρκανταρσίας τον Δεκέμβριο του 1963 και των γεγονότων που ακολούθησαν και διήρκησαν μέχρι τον Αύγουστο του 1964.
Η δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων και η διακοπή της ελεύθερης διακίνησης και διανομής διαταράχτηκαν το 1964 και οι προβλέψεις των ξένων παρατηρητών κατά τις αρχές του έτους ήταν ότι η οικονομία θα κατέρρεε. Όπως αναφέρεται στη Δεύτερη Ετήσια Έκθεση της CDB για το 1964, «οι προβλέψεις αποδείχτηκαν πως ήταν λανθασμένες» με τον τότε πρόεδρο του Δ.Σ. Γεώργιο Φυλακτή να δηλώνει ότι «η πολιτική της κυβέρνησης για την ενίσχυση των επενδύσεων στις υποδομές και την πίστη του ιδιωτικού τομέα στο οικονομικό μέλλον του νησιού, επέτρεψε στην οικονομία να ανακάμψει από την αρχική οπισθοδρόμηση». Επισημαίνει ότι κατά «το δεύτερο εξάμηνο του έτους νέα επενδυτικά σχέδια υλοποιούνταν με επιταχυνόμενους ρυθμούς και μέχρι το τέλος της χρονιάς η επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν πολύ πιο έντονη από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα», τονίζοντας παράλληλα ότι «παρά το αρχικό σοκ, ιδιωτικός τομέας και κράτος όχι μόνο προσαρμόστηκαν στις νέες δυσμενείς συνθήκες αλλά ανέτρεψαν το πισωγύρισμα και οδεύουμε ξανά στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης». Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι κατά τους πρώτους μήνες του 1964, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος είχε πέσει, αλλά «στη συνέχεια ανέβηκε ξανά και μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου έσπασε το μέχρι τότε ρεκόρ ρευστότητας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1964 καταργήθηκε ανάμεσα σε άλλα και η συμφωνία που υπήρχε ανάμεσα σε USAID και CDB με τον πρόεδρο του Δ.Σ. να αναφέρει στην ομιλία του στις 24 του Μάη του 1965 τα ακόλουθα: «Η νέα διοικητική ομάδα που θα είχε συμφωνηθεί να παρασχεθεί από τις ΗΠΑ σύμφωνα με τις διακρατικές συμφωνίες δεν έχει υλοποιηθεί για λόγους που δεν είναι του ελέγχου μας και έκτοτε η συμφωνία έχει τερματιστεί αμοιβαίως».
Δέκα χρόνια μετά
Το 1973 η CDB είχε επιτυχώς κλείσει μία πορεία 10 χρονών, καταγράφοντας παράλληλα με την κυπριακή οικονομία εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Το σύνολο των νέων εγκεκριμένων δανείων της τράπεζας το 1973 ανήλθε στα 1.238 εκατομμύρια λίρες, ποσό το οποίο ήταν συγκλονιστικό αν λάβουμε υπόψη ότι κατά τα 6 χρόνια λειτουργίας, (από το 1963 μέχρι το 1968), είχαν εγκριθεί και παραχωρηθεί δάνεια συνολικού ύψους 1.518 εκατομμυρίων λιρών. Η ομιλία του Χριστάκη Παπαδόπουλου κατά την 10η ετήσια γενική συνέλευση της CDB ήταν ενδεικτική για τη ραγδαία ανάπτυξη. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει «Κατά το επισκόπησιν έτος η δανειοδότηση του Τουρισμού κατέλαβε πρωτεύουσα θέση, με εγκριθέντα δάνεια ύψους £775.000 εν συγκρίσει με £360.000 του προηγούμενου έτους. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την πεποίθησήν μας ότι η Κύπρος προσφέρει όλας τα αναγκαίας προϋποθέσεις για να καταστεί διεθνές τουριστικό κέντρο». Προσθέτει ότι «Μέχρι το 1976 αναμένουμεν 440.000 επισκέπτες που θα αποφέρουν ακαθάριστους προσόδους σε ξένο συνάλλαγμα περίπου £42 εκατομμυρίων. Το μεγαλόπνοο πρόγραμμα θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους £27,5 εκατομμυρίων και η τράπεζα είναι έτοιμη να συνεισφέρει στις τουριστικές αυτές επενδύσεις».
Συνταρακτική είναι και η ομιλία του Χριστάκη Παπαδόπουλου στη γενική συνέλευση των μετόχων στις 4 Ιουνίου του 1974, αφού κάποιες βδομάδες μετά θα ακολουθούσε η τουρκική εισβολή. Ο επικεφαλής του Δ.Σ. τόνιζε τότε τις θετικές προοπτικές της κυπριακής οικονομίας παρά τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και τις πληθωριστικές τάσεις που μαστίζουν τη διεθνή οικονομία. Στην ομιλία του καταγράφει ότι «Η αύξηση του ΑΕΠ το 1973 ήταν αμελητέα. Ωστόσο, τόσο το κράτος όσο και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αισιοδοξούν για τις προοπτικές της οικονομίας μας και πιστεύουμε ότι είμαστε ικανοί να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα και να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που φαίνεται ότι είναι οξύτερες ακόμη και για χώρες πολύ πιο δυνατές και ανθεκτικές από τη δική μας».
1974: «Τα περιουσιακά στοιχεία έχουν χαθεί, καταστραφεί και λεηλατηθεί»
Στη 12η ετήσια γενική συνέλευση της CDB για το έτος 1974, το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα χρόνια. Στην αίθουσα όπου βρέθηκαν οι μέτοχοι και το διοικητικό συμβούλιο βρισκόταν σε δεσπόζουσα θέση φωτογραφία του ξενοδοχείου Salaminia, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την CDB, όπως ήταν το 1973 με την επιγραφή «Το έχουμε κτίσει» και δίπλα το καταστραμμένο ξενοδοχείο μετά την εισβολή με την επιγραφή «Θα το κτίσουμε ξανά» (Πρωτότυπο: We have built… and we shall build again).
Σε ένα βαρύ και τεταμένο κλίμα ο Χριστάκης Παπαδόπουλος δήλωνε ότι «το 1974 ξεκίνησε μέσα σε οικονομική ευμάρεια και ολοκληρώθηκε με περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού, Έλληνες και Τούρκους, να καταλήγουν πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα». «Η οικονομία εξαρθρώθηκε και κλονίστηκε συθέμελα, με τις παραγωγικές της πηγές να έχουν καταστραφεί, ενώ τεράστιο μέρος των περιουσιακών στοιχείων έχουν χαθεί, καταστραφεί, λεηλατηθεί και αδρανοποιηθεί».
«Η κατοχή περίπου του 40 τοις εκατό της συνολικής έκτασης της Κύπρου από τον Τούρκο εισβολέα έχει θέσει εκτός ελέγχου, πρόσβασης και λειτουργίας από τους ιδιοκτήτες τους, πολλά έργα τα οποία έχουν χρηματοδοτηθεί από την τράπεζα. Το συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας στις 31 Δεκεμβρίου 1974, ανερχόταν σε £5,2 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα περίπου £2,5 εκατ. αντιπροσώπευαν υπόλοιπα δανείων σε έργα που βρίσκονται στα κατεχόμενα, ενώ περίπου το 40% των επενδύσεων της τράπεζας σε μετοχές, επηρεάζονται για τον ίδιο λόγο» σημείωνε ο κ. Παπαδόπουλος καταγράφοντας το μέγεθος της καταστροφικής εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο.Πρόσθεσε ότι «πέραν των εκτοπισθέντων που δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, η καταστροφή της εισβολής επηρέασε αρνητικά τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, αποδυναμώνοντας την ικανότητα ορισμένων δανειοληπτών της τράπεζας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αποπληρωμής τους».
Κατά την ίδια γενική συνέλευση για το έτος 1974, που πραγματοποιήθηκε αρκετά αργότερα από την προγραμματισμένη, τον Ιανουάριο του 1976, το διοικητικό συμβούλιο ενόψει της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας «εξέφρασε τη γνώμη ότι δεν είναι εφικτό προς το παρόν να εκτιμηθεί και να ποσοτικοποιηθεί η απώλεια την οποία η τράπεζα θα πρέπει να προσμετρήσει στις οικονομικές καταστάσεις ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής».
Salaminia Tower Hotel, Αμμόχωστος
Πριν την εισβολή
Μετά την εισβολή
Βασικός αιμοδότης για την ανάκαμψη
Στον απόηχο των τραγικών γεγονότων του 1974 και τον εκτοπισμό μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η τράπεζα αποτέλεσε βασικό αιμοδότη των επιχειρήσεων, αφού είχε συνδράμει καθοριστικά στην ανοικοδόμηση και ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας. Ειδικότερα μετά την τουρκική εισβολή, η τράπεζα επικεντρώθηκε στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων που προσανατολίζονται στις εξαγωγές, καθώς και στην ανάπτυξη τουριστικών εγκαταστάσεων. Η συμβολή της στην αναζωογόνηση ζωτικών κλάδων της κυπριακής οικονομίας όπως ο Τουριστικός, υπήρξε καθοριστική, αφού η τράπεζα παρείχε στο πλαίσιο του Κυβερνητικού Σχεδίου για παραχώρηση οικονομικής ενίσχυσης σε εκτοπισμένους ξενοδόχους, άμεση στήριξη κατά την κατασκευαστική φάση μεγάλου αριθμού τουριστικών έργων. Παράλληλα, παρείχε υπηρεσίες διεύθυνσης έργων και συμβουλευτικές υπηρεσίες, καθοδηγώντας, μεταξύ άλλων, Κρατικούς Φορείς, Ημικρατικούς Οργανισμούς και Δήμους για την υλοποίηση μεγάλου αριθμού έργων.
Στην Έκθεση των διευθυντών του 1978 της τράπεζας καταγράφεται ο προσανατολισμός των εργασιών της, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τα Έκτακτα Σχέδια Δράσης και την πολιτική της κυβέρνησης για την επιβίωση και επαναφορά της κυπριακής οικονομίας. «Η αναζωογόνηση και η περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας μετά τις δυσβάστακτες επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής, συνέχισε να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο των δανειοδοτικών εργασιών της CDB το έτος 1978». Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη δημιουργία «έργων εξαγωγικού προσανατολισμού στον Μεταποιητικό τομέα και στην Ανάπτυξη Τουριστικών Εγκαταστάσεων που καλύπτουν τις ανάγκες των υψηλότερων και ποιοτικότερων τουριστών που επισκέπτονται το νησί».
Το 1978 δόθηκαν δάνεια που ανέρχονταν στα £3,9 εκατομμύρια, αντιπροσωπεύοντας μία ετήσια αύξηση της τάξης του 56% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Τα δάνεια ύψους £2.3 εκατομμυρίων διοχετεύτηκαν στον Βιομηχανικό τομέα, τα £1,2 εκατομμύρια στον τομέα του Τουρισμού και οι υπόλοιπες £400 σε άλλους τομείς, ανάμεσά τους και ο πρωτογενής τομέας. Σχετικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάγνωση της CDB, με σχετική αναφορά στον απολογισμό του 1980, η οποία καταγράφει ότι ο γεωργικός τομέας και ο αγροτικός τομέας έχουν πλέον χάσει τη θέση τους ως το παραδοσιακό στήριγμα της κυπριακής οικονομίας, αφού πλέον αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ και ακολουθεί μία φθίνουσα πορεία. Αυτό, οφείλεται «στην απώλεια των κυριότερων εκτάσεων γεωργικής καλλιέργειας λόγω της τουρκικής εισβολής αλλά και στην ύφεση που παρατηρείται στις παγκόσμιες τιμές για τα εξαγώγιμα κυπριακά γεωργικά προϊόντα, όπως το καρότο και η πατάτα».
Επιχειρηματίες εξαίρουν τον ρόλο της CDB μετά το 1974
Στην Ετήσια Έκθεση του 1983, 9 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή καταγράφεται από τους πελάτες τής τράπεζας η καθοριστική συμβολή της χρηματοδότησης που έλαβαν από την CDB στην άμβλυνση των επιπτώσεων της τουρκικής εισβολής και στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους.